- παραξηραίνω
- παρα-ξηραίνω,A cause to dry up, in [voice] Pass., Hippiatr.9,10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραξηραίνω — Μ 1. κάνω κάτι να ξηρανθεί 2. (το παθ.) παραξηραίνομαι υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek